- τυπωδώς
- Αεπίρρ. βλ. τυπώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυπωδῶς — τυπώδης like an outline adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπώδης — ῶδες, Α [τύπος] όμοιος με τύπο, με σχεδιογράφημα, πρόχειρος, συνοπτικός. επίρρ... τυπωδῶς Α 1. περιληπτικά, συνοπτικά 2. σαφώς, καθαρά («ὑπογράφεσθαι τυπωδέστερον», Φίλ.) … Dictionary of Greek